«Έφταιγε η NSA; Η GCHQ; Κάποιος Ρώσος χάκερ; Ο Λουκ Χάρντινγκ αναρωτιέται ποιος διάβαζε κρυφά το βιβλίο του με θέμα τον Σνόουντεν, την ώρα που το έγραφε.» Παρουσίαση βιβλίου "Φάκελος Σνόουντεν" Πρόκειται για την πραγματική ιστορία των ενεργειών του Σνόουντεν και των δημοσιογράφων που δέχτηκαν πιέσεις από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας προκειμένου να θάψουν αυτή την εκπληκτική αποκλειστικότητα. «Μια μέρα το περασμένο καλοκαίρι – ελάχιστο διάστημα αφότου ο Έντουαρντ Σνόουντεν αποκάλυψε ότι ήταν η πηγή μιας πρωτοφανούς διαρροής άκρως απόρρητων εγγράφων – ο αρχισυντάκτης της Guardian Άλαν Ράσμπριτζερ επικοινώνησε μαζί μου. Μήπως ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για την υπόθεση Σνόουντεν και για τους δημοσιογράφους που συνεργάζονταν μαζί του; Όπως είναι φυσικό η απάντηση ήταν καταφατική. Σε εκείνο το σημείο ο Σνόουντεν ήταν ακόμη στο Χονγκ Κονγκ. Κρυβόταν. Είχε διαρρεύσει έγγραφα που αποκάλυπταν ότι η αμερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας (NSA) και η αντίστοιχη βρετανική, η GCHQ, παρακολουθούσαν παράνομα το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
Οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας ήταν καλές στη δουλειά τους. Γι’ αυτό και το εγχείρημα της αφήγησης της ιστορίας του Σνόουντεν άρχισε μέσα σε μία ατμόσφαιρα μυστικοπάθειας. Ίσως και ελαφριάς παράνοιας. Ήμουν μέλος μιας μικρής ομάδας που εξέταζε τα έγγραφα του Σνόουντεν σε έναν ασφαλή χώρο στον τέταρτο όροφο, με θέα το Κανάλι Ρίτζεντς. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν αυστηρά. Η είσοδος επιτρεπόταν σε ελάχιστους έμπιστους δημοσιογράφους. Έξω από την πόρτα υπήρχαν φρουροί. Κανείς από τους φορητούς υπολογιστές δεν ήταν συνδεδεμένος με το διαδίκτυο ή με οποιοδήποτε άλλο δίκτυο. Απαγορευόταν η είσοδος στις καθαρίστριες. Σύντομα ο χώρος άρχισε να θυμίζει σκουπιδότοπο. Οι πεταμένες συσκευασίες σάντουιτς και οι άπλυτες κούπες καφέ σχημάτιζαν σωρούς. Η αρχική αντίδραση της Ντάουνινγκ Στριτ στις διαρροές του Σνόουντεν ήταν καθυστερημένη – και στη συνέχεια έντονη. Ο Ντέιβιντ Κάμερον έστειλε στα γραφεία της Guardian τον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου Τζέρεμι Χέιγουντ. Ο τελευταίος απαίτησε την επιστροφή των φακέλων του Σνόουντεν. Και, εντελώς τυχαία, ανέφερε ότι πλέον τα γραφεία της εφημερίδας τελούσαν υπό παρακολούθηση. «Αναρωτιέμαι πού να είναι οι δικοί μας», είπε, δείχνοντας ασαφώς προς τα απέναντι διαμερίσματα. Οι επικοινωνίες αυτές κλιμακώθηκαν με το προσωπικό της Guardian – υπό την απειλή επιβολής ασφαλιστικών μέτρων από πλευράς κυβέρνησης – να καταστρέφει τους φορητούς υπολογιστές της εφημερίδας σε ένα υπόγειο πάρκινγκ, παρουσία δύο υπαλλήλων της GCHQ. Η πραγματικότητα ξεπερνούσε την υπόθεση οποιουδήποτε βιβλίου θρίλερ. Όμως υπήρξαν περίεργες στιγμές και στη Νέα Υόρκη, όπου δημοσιεύτηκαν πολλά άρθρα βασισμένα στα έγγραφα του Σνόουντεν. Ελάχιστες ώρες μετά τη δημοσίευση του πρώτου – που αποκάλυπτε ότι η NSA σάρωνε μαζικά τα δεδομένα της αμερικανικής εταιρίας τηλεπικοινωνιών Verizon – εργάτες κατέφθασαν έξω από τα τοπικά γραφεία της Guardian στο Μπρόντγουεϊ. Ήταν Τετάρτη απόγευμα. Άρχισαν να σκάβουν το πεζοδρόμιο και να αντικαθιστούν τις πλάκες. Το ίδιο συνέβη έξω από τα γραφεία της Guardian στην Ουάσινγκτον, τέσσερα τετράγωνα από τον Λευκό Οίκο, και έξω από το σπίτι της Τζανίν Γκίμπσον, αρχισυντάκτριας της αμερικανικής έκδοσης της Guardian. Σύμπτωση; Ίσως. Τον Ιούλιο πήγα αεροπορικώς στο Ρίο ντε Τζανέιρο για να πάρω συνέντευξη από τον Γκλεν Γκρίνγουολντ, τον τότε αρθρογράφο της Guardian στον οποίο ο Σνόουντεν είχε εμπιστευτεί τα αρχεία του. Το ταξίδι ήταν ευχάριστο. Το ξενοδοχείο είχε θέα στην Κοπακαμπάνα· από την ταράτσα απολάμβανα την παραλία και τους εύπορους κατοίκους του Ρίο που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους. Ο Γκρίνγουολντ πρότεινε να συναντηθούμε στην παραλία, στο ξενοδοχείο Royal Tulip. Καθίσαμε στο λόμπι. Στα αριστερά υπήρχε ένας τύπος που μας είχε γυρισμένη την πλάτη και έπαιζε με το iPhone του· ένας άλλος παραμόνευε εκεί κοντά. Αναγκαστήκαμε να μετακινηθούμε δύο φορές. Τελικά κρυφτήκαμε στο εμπορικό κέντρο. Η αντίδραση του Γκρίνγουολντ σε αυτή τη φαινομενική παρακολούθηση – από ποιους άραγε; – ήταν ευδιάθετη. Έμοιαζε ατάραχος. Ο επικεφαλής του σταθμού της CIA στο Ρίο ήταν γνωστός για τις επιθετικές μεθόδους του, μου είπε πρόσχαρα ο Γκρίνγουολντ. Λίγες βδομάδες νωρίτερα κάποιος είχε εισβάλει στο σπίτι του στο Ρίο, όπου συζούσε με τον Ντέιβιντ Μιράντα, και είχε κλέψει τον φορητό του υπολογιστή. (Ο οποίος δεν περιείχε τίποτα.) Καθημερινά άφηνα τον δικό μου φορητό υπολογιστή στο χρηματοκιβώτιο που υπήρχε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου· επιστρέφοντας από τη συνάντηση με τον Γκρίνγουολντ ανακάλυψα ότι το χρηματοκιβώτιο δεν κλείδωνε πια. Ξαναβγήκα το επόμενο πρωί. Άφησα τον φορητό υπολογιστή στο ξεκλείδωτο χρηματοκιβώτιο. (Δεν περιείχε μυστικά· απλώς την ημιτελή δουλειά μου.) Ένας ψηλός Αμερικανός εμφανίστηκε δίπλα μου. Πρότεινε να πάμε μια βόλτα για να δούμε τα αξιοθέατα. Είπε ότι το όνομά του ήταν Κρις. Ο «Κρις» είχε κοντό, στρατιωτικό κούρεμα, καινούρια αθλητικά παπούτσια, σιδερωμένο χακί σορτσάκι και περιποιημένο γκριζοπράσινο μπλουζάκι. Ήταν φανερό ότι περνούσε πολύ χρόνο στο γυμναστήριο. Τουρίστας ή πράκτορας; Προσωπικά, ψηφίζω το πράκτορας. Αποφάσισα να δεχτώ την πρόταση του Κρις: γιατί να μην περνούσαμε ένα δίωρο να επισκεφτούμε το άγαλμα του Χριστού Λυτρωτή; Ο Κρις ήθελε να με τραβήξει φωτογραφία, να με κεράσει μπύρα, να βγούμε για φαγητό. Αρνήθηκα την μπύρα και το φαγητό και αργότερα έστειλα μήνυμα στη σύζυγό μου: «Η CIA έστειλε κάποιον να με ελέγξει. Οι τεχνικές τους είναι εξίσου αδέξιες με των Ρώσων». Εκείνη απάντησε: «Αλήθεια; Τι στον π…ο;» Πρόσθεσα: «Κύριος οίδε πού εκπαιδεύονται». Η ανταλλαγή μηνυμάτων μάλλον ενόχλησε κάποιον. Το iPhone μου άρχισε να αναβοσβήνει και να παίζει ανάμεσα σε δύο οθόνες· το πληκτρολόγιο πάγωσε· δεν μπορούσα να γράψω. Βέβαια, τέτοιου είδους περιστατικά ίσως έχουν απλή εξήγηση. Ωστόσο, αφού επέστρεψα στο σπίτι μου στο Χάρντφορντσιρ, έλαβα ορισμένα μέτρα προφύλαξης. Εργαζόμουν χωρίς να είμαι συνδεδεμένος στο διαδίκτυο. Αποθήκευα κάθε κεφάλαιο που έγραφα σε έναν φάκελο TrueCrypt, έναν εικονικό κρυπτογραφημένο δίσκο στον οποίο είχα πρόσβαση μόνο με τη χρήση ενός πολύπλοκου κώδικα. Όταν έπαιρνα συνεντεύξεις δεν είχα μαζί μου το κινητό. Έχοντας δει τα έγγραφα του Σνόουντεν, γνώριζα ορισμένα πράγματα για τις εκπληκτικές δυνατότητες της NSA και της GCHQ. Τον Απρίλιο του 2013, η αμερικανική υπηρεσία κατασκοπείας είχε 117.675 ενεργούς στόχους παρακολούθησης. Άραγε ήμουν ένας από αυτούς; Φτάνοντας ο Σεπτέμβριος, η συγγραφή του βιβλίου προχωρούσε πολύ καλά – είχα φτάσει τις 30.000 λέξεις. Η προθεσμία παράδοσης, τα Χριστούγεννα, πλησίαζε. Έγραφα ένα κεφάλαιο για τη στενή και, σε μεγάλο βαθμό, κρυφή σχέση της NSA με τη Σίλικον Βάλεϊ. Έγραφα ότι οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν είχαν καταστρέψει τις τεχνολογικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και τους ισολογισμούς τους. Και τότε συνέβη κάτι περίεργο. Η παράγραφος που μόλις είχα πληκτρολογήσει άρχισε να σβήνεται μόνη της. Ο κέρσορας άρχισε να κινείται βιαστικά από τα αριστερά, εξαφανίζοντας το κείμενο. Παρατηρούσα τις λέξεις μου να χάνονται. Όταν δοκίμασα να κλείσω το πρόγραμμα, το πληκτρολόγιο άρχισε να αναβοσβήνει και να βγάζει ήχους. Τις επόμενες βδομάδες τα περιστατικά διαγραφής εξ αποστάσεως συνέβησαν αρκετές φορές. Δεν υπήρχε συγκεκριμένο μοτίβο, όμως συνήθως συνέβαιναν όποτε έγραφα κάτι αρνητικό για την NSA. Όλοι οι συγγραφείς προετοιμάζονται για τυχόν αρνητικές κριτικές. Όμως η κριτική πριν την έκδοση του βιβλίου, από κάποιον ανώνυμο, υπερφυσικό τρίτο πρόσωπο ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Άρχισα να αφήνω σημειώματα στον κρυφό αναγνώστη μου. Προσπάθησα να είμαι ευγενικός αν και δεν απέφυγα να φανερώσω την ενόχλησή μου. Μια φορά έγραψα: «Καλημέρα. Δεν με πειράζει που διαβάζεις το προσχέδιό μου – έτσι κι αλλιώς το κάνεις – αλλά θα ήμουν ευγνώμων αν δεν το διέγραφες. Ευχαριστώ». Δεν υπήρξε απάντηση. Ένα μήνα μετά ο μυστηριώδης αναγνώστης μου – άντρας, γυναίκα, περισσότεροι από ένας; – ξαφνικά εξαφανίστηκε. Στη διάρκεια μιας λογοτεχνικής εκδήλωσης στο Βερολίνο ο Ντέιβιντ Λι, συνάδελφός μου στην Guardian, είπε σε έναν δημοσιογράφο για τις ασυνήθιστες ηλεκτρονικές μου εμπειρίες· εκείνος δημοσίευσε ένα άρθρο στην αριστερή ημερήσια εφημερίδα Taz. Από εκεί και μετά, τίποτα. Ολοκλήρωσα τη συγγραφή του Φακέλου Σνόουντεν τον Δεκέμβριο. Περιστασιακά όταν χαλαρώνω αναρωτιέμαι ποιος άραγε να ήταν ο κρυφός επιμελητής μου. Κάποιος προσβεβλημένος αναλυτής από την κατασκοπευτική πόλη της NSA στο Φορτ Μιντ; Η GCHQ; Κάποιος Ρώσος χάκερ; Κάποιος απλός κατεργάρης; Όποιος και αν είσαι, πώς σου φάνηκε το βιβλίο μου; Θα ήθελα ειλικρινά να ξέρω». Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία στις 25 Ιουνίου από τις Κάντε 'like' στη σελίδα μας στο f/b και στη συνέχεια στο like από κάτω “get notifications”- “θέλω να παίρνω κοινοποιήσεις” AllΝewz | |
Τέχνες &
|