Εκατοντάδες είναι οι Έλληνες που θα ταξιδέψουν στη Βραζιλία για το Μουντιάλ. Έξι χιλιάδες ευρώ θα πληρώσουν όσοι επιθυμούν να παρακολουθήσουν τους αγώνες της εθνικής Ελλάδας στη Βραζιλία, ποσό που για αρκετούς από τους φιλάθλους ισούται με τον ετήσιο μισθό τους. Ελλάδα των πολλών ταχυτήτων, έχεις φάει τελείως γκολ! «Στο Ρίο θα φωνάζουμε Ελλάδα σ’ αγαπώ» είναι το κεντρικό σύνθημα του Γαλανόλευκου Φάρου, του πανελληνίου συλλόγου φιλάθλων Εθνικής Ελλάδος ενόψει του Μουντιάλ, αν και πιο ταιριαστός στίχος θα ήταν «ένας γαλάζιος ουρανός, παράθυρο και σκέπη, να ’χαμε τρεις δραχμές στην τσέπη και τρεις ο διπλανός», γράφει η Καθημερινή... Συνεχίζεται η διάθεση των σχετικών πακέτων και περίπου 200 οπαδοί θα ταξιδέψουν στη Λατινική Αμερική. Για να πάει κανείς και στους τρεις αγώνες κοστίζει περί τα 8.000 ευρώ. Και σύμφωνα με τους ταξιδιωτικούς πράκτορες, πολλοί σκέφτονται -αφού θα κάνουν που θα κάνουν ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι- σκέφτονται... τι 5.000 ευρώ, τι 8.000 ευρώ! 6 λόγοι που σιχαίνομαι το ποδόσφαιρο 1. Η αναμετάδοση 'κακών συχνοτήτων': Στην δεκαετία του '60, δεν υπήρχε περίπτωση να διανοηθεί κανείς να πάει ένα τέτοιο νεόπλουτο ταξιδάκι. Ελάχιστοι μπορούσαν να το κάνουν. Το ποδόσφαιρο 'λατρευόταν' στο γήπεδο ή από το ραδιόφωνο, καθώς ακόμα δεν είχε μπει στη ζωή μας η τηλεόραση. Πολλοί μπαμπάδες πήγαιναν με τα αγόρια τους στο Κυριακάτικο ματς, όσο τα θηλυκά της οικογένειας έβρισκαν να κάνουν κάτι άλλο στο σπίτι. Αλλά και πάλι, δεν ήταν πολλοί αυτοί που μπορούσαν να πάνε κι άκουγαν τα διάφορα ματς από το ραδιόφωνο. Ή το μικρό τρατζιστοράκι. Η φωνή του εκφωνητή - δημοσιογράφου που περιέγραφε τον αγώνα ξεχυνόταν από τα ανοικτά παράθυρα κι ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά. Ήθελες δεν ήθελες, άκουγες την αγωνιώδη περιγραφή, που προσπαθούσε να αποδώσει με κάθε λεπτομέρεια τις διάφορες φάσεις, αντιδράσεις του κοινού κλπ Την έβρισκα τόσο ανώφελη αυτή την αγωνία, αφού όλη ήταν σε φωνή παθητική: Κανείς από όσους άκουγαν δεν μπορούσαν να αλλάξουν το αποτέλεσμα. Φώναζαν, συμμετείχαν 'ψυχικά', έβριζαν για κάτι που γινόταν χωρίς αυτούς. Τ' αγόρια που έπαιζαν ποδόσφαιρο στη γειτονιά δεν με ενοχλούσαν, όσο αυτοί που κάθονταν να ακούν και να φωνάζουν με πάθος για τον αθλητισμό κάποιου άλλου... Το έβρισκα ανόητο και γελοίο, ενώ η ασθμαίνουσα φωνή του εκφωνητή μου τσίτωνε στην κυριολεξία το νευρικό σύστημα και περίμενα μαρτυρικά πότε θα τελειώσει η αναμετάδοση... κακών συχνοτήτων... 2. Προς το τέλος της δεκαετίας '60, και με τη Χούντα πλέον στη ζωή μας, η τηλεόραση μπήκε στα σπίτια μας. Όπως στην δικτατορία της Ισπανίας, έτσι και στη δική μας, το ποδόσφαιρο άνθισε, αφού χρησιμοποιήθηκε ως 'λαϊκό όπιο': Φανατισμός, αντιπαλότητες, εκτόνωση πάθους, διαίρει και βασίλευε... Οτιδήποτε φτάνει να μην σκέφτεται ο λαός και αντιδρά. 3. Στις επερχόμενες δεκαετίες οι πατεράδες και νοικοκυραίοι άρχισαν να το ξανασκέφτονται αν θα πάνε με τα παιδιά τους γήπεδο. Ο χουλιγκανισμός έδειξε το αληθινό πρόσωπο ενός αθλήματος που μόνο τέτοιο δεν είναι. Ένας χώρος συμφερόντων, παράλογων απολαβών, ελέγχου φιλάθλων ακόμα και πολιτικού. Οι γειτονιές στις μεγαλουπόλεις χάνουν τα παιδιά που παίζουν ανέμελα κι όλα οργανώνονται ώστε οι φίλαθλοι από μικροί να είναι δηλητηριασμένοι με τη νέα ιδεολογία. Η τηλεόραση κρατά γερά το ρόλο της κι έχουν αρχίσει πλέον και τα ταξίδια των οπαδών. Ευημερείτε!!! 4. Το 2004, τότε που η Εθνική Ελλάδας κέρδισε το πρωτάθλημα, ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ένιωσα μια ξαφνική επιθυμία να παρακολουθήσω κάποιους από τους τελευταίους της αγώνες. Δεν αντιστάθηκα σε αυτή την πρωτόγνωρη επιθυμία μου, μόνο παραξενεύτηκα. Λίγα χρόνια μετά μου λύθηκε η απορία: Ήμουν κι εγώ ένα από τα πειραματόζωα του PEAR. Συνδεδεμένη με το συλλογικό συνειδητό, αφέθηκα στη 'συλλογική επιθυμία' που το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον κατέγραφε κάνοντας πειράματα. Πόσοι από τους φιλάθλους το γνώριζαν; My guess....ΟΥΔΕΙΣ!!! 5. Κι ερχόμαστε στα χρόνια της μνημονιακής χολέρας και βλέπω τίποτα δεν άλλαξε από τα παλιά. Ένας δήμαρχος, ο Αχ. Μπέος, μιας πόλης, που υποτίθεται έχει κουλτούρα, του Βόλου, είναι το τρανό αποτέλεσμα: Οι οπαδοί μιας ομάδας κατάφεραν να τον εκλέξουν δήμαρχο και να ξεπλύνουν κυριολεκτικά -όπως ξεπλένεται το μαύρο χρήμα- τις πολιτικές του ρίζες κι επαφές που είναι η δεξιά και ακροδεξιά. Περιστατικό καθόλου μεμονωμένο κι ελλαδικό, το οργανωμένο ποδόσφαιρο δείχνει επί τέλους τον σκοπό του. Τυχαίο που τις ομάδες διεκδικούν λάτρεις χρήματος κι εξουσίας; 6. Φτάνοντας και στο φετινό Μουντιάλ, για να κλείσω τη λίστα μου που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο μεγάλη, ο λαός της Βραζιλίας βροντοφώναξε, με όλη του τη δύναμη: ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ - ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΡΟΦΗ!!! Ένας λαός ταλαιπωρημένος από την φτώχεια και την εγκληματικότητα είδε τα κονδύλια του κράτους να πετιούνται στη διοργάνωση κι έγινε έξαλλος. Ο λαός του οποίου οι φαβέλλες έχουν γίνει μουσείο για τους τουρίστες, προς παραδειγματισμό και για να νιώθουν αυτοί καλά που δεν είναι σε τέτοια κατάσταση. Και οι Έλληνες, ένας άλλος λαός βασανισμένος, θα έπρεπε να εισακούσουν τ' αδέλφια τους στην άλλη άκρη της γης με κάθε τρόπο. Ούτε καν να ανοίξουν τηλεόραση. Τι είναι η εθνική; Πιο πάνω από το έθνος; Πιο πάνω από τα έθνη;
Οι νεόπλουτοι μαυραγορίτες θα πετάξουν μέχρι το Ρίο να παρακολουθήσουν από κοντά και να φωνάξουν "Ελλάδα σ' αγαπώ;" Γιατί προσωπικά δεν ξέρω κανέναν τίμιο μισθωτό ή συνταξιούχο (πόσο μάλλον άνεργο) που να αντέχει η τσέπη του αυτή τη στιγμή μια τέτοια πολυτέλεια. Ούτε καν έχει και τη διάθεση. Φαίνεται, όλοι αυτοί... μισούσαν τόσο καιρό την Ελλάδα και δεν φρόντισαν να ανήκουν στη λίστα εκείνων που τα 'έφαγαν μαζί'. Κάντε 'like' στη σελίδα μας στο f/b και στη συνέχεια στο like από κάτω “get notifications”- “θέλω να παίρνω κοινοποιήσεις” AllΝewz |
0 Comments
Θυμάται κανείς την 25η Μαΐου του 2011; Ηταν τότε που στην πλατεία Συντάγματος συγκεντρώθηκε ένα πλήθος ανθρώπων φωνάζοντας προς τη Βουλή κλέφτες και προδότες και ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες. Ηταν οι «αγανακτισμένοι» που η οργή τους έλιωσε κάτω από τον ήλιο του Αυγούστου και απέδειξαν ότι πέρα από την οργή χρειάζεται και κάτι παραπάνω από ένα κίνημα χωρίς ηγέτη για να ανατρέψεις το πολιτικό σύστημα. Τα πρώτα κείμενα ξένων στοχαστών που επικεντρώνονται στην ελληνική κρίση έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Λόγω της απαραίτητης καθυστέρησης για τη μετάφρασή τους, τα περισσότερα πέρα από την επισήμανση της δυσχερούς θέσης που βρέθηκε η χώρα μέσα σε κλίμα παγκόσμιας ύφεσης, εστιάζουν στα γεγονότα του 2011 στο Σύνταγμα και στο φαινόμενο των «αγανακτισμένων». Ενημερωμένοι οι περισσότεροι από τα ξένα δίκτυα που οι κάμερές τους τότε είχαν στριμωχτεί στην πλατεία Συντάγματος και γαλουχημένοι με την εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας, λίγο πολύ παρουσιάζουν τους αγανακτισμένους ως τη νεόκοπη εκκλησία του Δήμου που εφάρμοζε μια ελπιδοφόρα άμεση δημοκρατία ως απάντηση στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Μόνο που οι «αγανακτισμένοι» δεν ήταν ακριβώς θαυμαστές του Περικλή. Κατ' αρχάς η απολιτίκ συγκέντρωση στο Σύνταγμα είχε ιστορία πριν από την Πουέρτα Ντελ Σολ της Μαδρίτης με την οποία οι Ισπανοί εγκαινίασαν τις δικές τους κινητοποιήσεις και τους οποίους αντέγραψαν και οι εγχώριοι «αγανακτισμένοι». Ηταν οι μαυροφορεμένοι που γέμισαν σιωπηλά και πένθιμα την πλατεία, μετά από πρόσκληση των bloggers, ως διαμαρτυρία για την καταστροφή της Πάρνηθας το 2007. Τότε ξεπρόβαλε μια νέα αντίληψη των πραγμάτων που ουσιαστικά διατεινόταν ότι για να λυθούν βασικά ζητήματα αρκούσε μια επιφανειακή και όσο πιο θεαματική γίνεται διαμαρτυρία. Τα προβλήματα δεν λύνονταν αλλά οι εμπνευστές τους κέρδιζαν μια αξιοσημείωτη δημοσιότητα που μπορούσαν να την αξιοποιήσουν κάθε στιγμή. Από την άλλη το 2011 υπήρχε ένας ολοένα αυξανόμενος θυμός, που στρεφόταν κυρίως κατά των ανθρώπων που βρέθηκαν στην πολιτική σκηνή, κατά τη μεταπολίτευση. Λίγο πολύ συγκροτούνταν μια μάζα χωρίς κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά που συμφωνούσε ότι όλοι οι πολιτικοί είναι προδότες και λαμόγια και χρειάζεται ένας νέος ηγέτης που θα δώσει όραμα στην καθημαγμένη χώρα. Κάποιοι θεωρούσαν ότι μόνο «ένας συνταγματάρχης» -ή τέλος πάντων ένας λοχίας για τους πιο προλετάριους- θα μπορούσε να σώσει τη χώρα. Κάποιοι θυμήθηκαν το 2007 και αποφάσισαν να ξαναστήσουν μια διαμαρτυρία με τους όρους που ανταποκρίνονται σε μια κοινωνία που ζει στην επιφάνεια του θεάματος. Και τέλος υπήρχαν οι περιστασιακοί «αγανακτισμένοι», συνήθως άνθρωποι χτυπημένοι από την κρίση, που κατέβαιναν στην πλατεία είτε για να παρηγορηθούν μαζί με τους ομοιοπαθούντες είτε για να πουν τον πόνο τους στην πρόχειρα στημένη λαϊκή βουλή. Ολοι τους όμως είχαν μια κοινή στάση, πλήρης περιφρόνηση των κομμάτων και της πολιτικής και αναζήτηση μιας εθνικής συνιστώσας που θα ένωνε το λαό, πιθανότατα με τη μορφή ενός άφθαρτου ηγέτη. Η πλατεία μοιράστηκε. Οι νοσταλγοί των στρατιωτικών πραξικοπημάτων με τις ελληνικές σημαίες αρκέστηκαν στο πάνω μέρος για να βρίσκονται -για καλό και για κακό- δίπλα στις δυνάμεις της αστυνομίας που φυλάνε τη Βουλή. Οι εναλλακτικοί προτίμησαν το κέντρο και το κάτω μέρος, όπου μπορούσαν πιο άνετα να στήνουν αυτοσχέδιες συναυλίες και πρόχειρα πάρτι που τόνωναν την αίσθηση της πολιτικής ανυπακοής. Τέλος, οι ανένταχτοι και οι περίεργοι απλά περιφέρονταν και εκτονώνονταν με τις ομαδικές μούντζες προς τη Βουλή και τα συνθήματα «κλέφτες», «προδότες». Οποιοσδήποτε απλός παρατηρητής κάνοντας μια βόλτα θα συνειδητοποιούσε πολύ γρήγορα ότι αυτό το πλήθος -με τον όρο του Νέγκρι- θα αυτοδιαλυόταν χωρίς καμιά βίαιη επέμβαση. Και πραγματικά αυτό έγινε στα μέσα του Αυγούστου, με τα ΜΑΤ να επεμβαίνουν σε μια άδεια πια πλατεία, για να διώξουν μόνο κάποιες δεκάδες κατασκηνωτές. Αλλωστε όλοι, λίγο πολύ, είχαν βρει κάπου να απαγκιάσουν. Οι κουβαλητές της γαλανόλευκης σταβλίστηκαν στη Χρυσή Αυγή, για να «ξεβρομίσει ο τόπος από τα πολιτικά λαμόγια». Οι εναλλακτικοί βρήκαν πολύ πιο διασκεδαστικές τις παρεμβάσεις στην πόλη και πιο προσοδοφόρες. Οι ανένταχτοι γύρισαν σπίτια τους, όσοι είχαν ακόμα, απειλώντας ότι θα εκδικηθούν τη διαφθορά με την ψήφο τους. Και οι μόνοι συνεπείς με τον εαυτό τους, στάθηκαν οι ελάχιστοι που εγκαταλείποντας το πεδίο μιας μάχης που δεν δόθηκε ποτέ, γύρισαν στις γειτονιές τους για να φτιάξουν κοινωνικά κέντρα αλληλεγγύης στους συμπολίτες τους. Τελικά οι «αγανακτισμένοι» δικαίωσαν το ασαφές του ονόματός τους. Εκδήλωσαν την «αγανάκτησή» τους, φωνάζοντας συνθήματα, μετέχοντας σε συναυλίες και εκθέτοντας την άποψή τους σε ένα συγκεντρωμένο πλήθος, όπως παλιά στα πηγαδάκια της Ομόνοιας και ύστερα όταν βαρέθηκαν τη βαβούρα της πλατείας, εξαφανίσθηκαν. Αν κάτι θύμισαν ήταν τις απαρχές του πανκ, όταν ο Τζόνι Ρότεν ούρλιαζε «δεν ξέρω τι θέλω αλλά ξέρω πως θα το αποκτήσω». Μόνο που οι Sex Pistols κατάφεραν να αναποδογυρίσουν τη μουσική βιομηχανία. Οι «αγανακτισμένοι» δεν κατάφεραν ούτε να αναποδογυρίσουν έναν κάδο σκουπιδιών, πόσω μάλλον να τον κάνουν οδόφραγμα κατά την έφοδο στη Βουλή. [πηγή: enet.gr] Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι, παράλληλα με την κρίση, ήρθε και η βίαιη αφύπνιση για τον εμπαιγμό από μεριάς όλων των κομμάτων. Χάθηκε η ελπίδα και η όποια σανίδα σωτηρίας. Δεν είναι τυχαίο που στις δημοσκοπήσεις ο 'Κανένας' βγαίνει μονίμως πρώτο κόμμα και με διαφορά, πάνω από 30%, και επίσης δεν είναι τυχαίο ότι εστιάζουν στη διαφορά στήθους ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, άντε και πόσο πήγε η Χ.Α. και τώρα μπήκε και το Ποτάμι, και αποφεύγουν να βλέπουν την αλήθεια: Ο ΚΑΝΕΝΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΠΡΩΤΟ ΚΟΜΜΑ Η έλλειψη συμμετοχής στα κοινά των τελευταίων δεκαετιών, παραδίδοντας με μια απλά ψήφο ανά τετραετία την τύχη της χώρας στους επιτήδειους, δημιούργησε έναν κόσμο 'αγράμματο', όπως λέει και ο Μπρεχτ. Και το χειρότερο, δημιούργησε έναν λαό εγωκεντρικό, που να νοιάζεται μόνο για το δικό του σπίτι και πορτοφόλι και διασκέδαση και τίποτα άλλο. Με μικρή συμμετοχή σε ακτιβισμό, σε σχέση με άλλες χώρες και ακόμα μικρότερη συμμετοχή στην ενημέρωση της παγκόσμιας οικονομίας, πολιτικής και δρώμενα. Το 'σοκ' θα ξεπεραστεί μόνο και όταν γίνει συνείδηση ότι αυτό που έγινε στην Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα ούτε κακών χειρισμών των πολιτικών μας κομμάτων, ούτε γιατί οι πολιτικοί μας είναι απλά 'πουλημένοι'. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: Είναι στρατευμένοι, οι περισσότεροι συνειδητά, στο να εξυπηρετήσουν ένα μεγαλύτερο σχέδιο που οι ρίζες του έχουν την παγκόσμια διακυβέρνηση. Ο ΓΑΠ εξάλλου το έλεγε ξεκάθαρα και πολλές φορές. Οι 'μεταρρυθμίσεις' που μας κοπανάνε κάθε τόσο ήταν απαραίτητες για να υποδουλωθεί αυτός ο λαός, όπως και οι άλλοι λαοί στους Νόμους και την Τάξη της Παγκοσμοιοποίησης. Το επόμενο στάδιο είναι να γίνει συνείδηση ότι η επίπλαστη υλιστική και καταναλωτική συμπεριφορά δεν πρόκειται να επανέλθει ΠΟΤΕ στα προηγούμενα για δυο απλούς λόγους: Αν οι παγκοσμιοποιητές καταφέρουν και υποτάξουν τελικά την ανθρωπότητα τελείως, οι συνθήκες θα είναι αυτές της δουλείας και του αγώνα για την πιο λιτή επιβίωση. Αν από την άλλη ανατραπούν, που αυτό και ευχόμαστε, θα είναι από μαζικές δυνάμεις, αφυπνισμένες που θα έχουν σαν στόχο την ευμάρεια μεν και την παροχή των απαραίτητων αγαθών στο λαό, αλλά και πάλι, όχι εκείνη την ξέφρενη κατανάλωση που δεν ήταν διόλου τυχαία, είχε τον βαθύτερο σκοπό της: να τραβήξει την προσοχή από τις πνευματικές - εσωτερικές αξίες και να την στρέψει στη ματαιοδοξία του υλισμού, στην κενότητα της ψυχής, στην ανταγωνιστική αλαζονεία της υπερκατανάλωσης. Όπως και να έρθουν τα πράγματα, η προ μνημονίου εποχή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ήρθε η εποχή να πάρουμε όλοι το μάθημα της "καλής προσοχής": ενημέρωση - ενεργοποίηση και σωστές επιθυμίες. Και πάνω απ' όλα, συλλογική συνείδηση... AllNewz |
΄ΑρθραΆρθρα, ιδέες, σκέψεις, αναζήτηση, φιλοσοφία, αυτογνωσία... Αρχείο
August 2014
Θέματα
All
|